σοφονοος

σοφονοος
    σοφόνοος
    σοφό-νοος
    стяж. σοφόνους 2
    мудрый Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σοφονοος" в других словарях:

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • σοφόνους — ουν, και ασυναίρ. τ. σοφόνοος, οον, Α νουνεχής, συνετός, μυαλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + νους (< νοῦς), πρβλ. κρυφό νους] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»